σκαμ(ν)ιά

σκαμ(ν)ιά
η шелковица, тутовое дерево

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σκαμ(ν)ιά" в других словарях:

  • σκαμ(ν)ιά — η, Ν το δέντρο μουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. συκαμινέα, με συγκοπή τών υ και ι και συνίζηση τού εα (πρβλ. ελαία: ελιά)] …   Dictionary of Greek

  • σκαμ(μ)ωνία — η, ΝΑ ονομασία φυτού κατά τον Θεόφραστο και τον Διοσκορίδη, γνωστού αργότερα με τις λόγιες ονομασίες Κομβόλβουλος η σκαμμωνία και περιαλλόκαυλον, η κν. γνωστή σήμερα περικοκλάδα ή περιπλοκάδα, από το οποίο λαμβανόταν η φερώνυμη κομμεορητίνη, την… …   Dictionary of Greek

  • σκαμάγγι — το, Ν μπάλα, τούφα από καθαρό βαμβάκι έτοιμο για γνέσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. προέρχεται από τη λ. σκάμ μα* «αφρώδες νερό με σαπούνι», μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. *σκαμμ άκιον, ενώ, κατ άλλους, από τη λ. σκαραμάγγι «πολυτελές ύφασμα».… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»